Ειρήνη “Ρένα” Βλαχοπούλου
Η Ειρήνη “Ρένα” Βλαχοπούλου (Κέρκυρα, 20 Φεβρουαρίου 1923 Μαρούσι Αττικής, 29 Ιουλίου 2004) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια.
Η Βλαχοπούλου γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού, ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου, η οποία τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί και πήγαινε συχνά με τον πατέρα της στο αρχοντικό του Κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο, αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Σε ηλικία 16 χρονών τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του 1939. Τότε στο βαριετέ “Όασις” στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, την οποία πάτησε και έπεσε κάτω.
Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη “Μικρή Χωριατοπούλα”, δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι. Στη συνέχεια εμφανίζεται στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.
Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1943 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.
Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο “Πάνθεον”, που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944 στην επιθεώρηση Welcome των Σακελλάριου – Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.
Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: ο Σάχης Ρεζά Παχλαβί, γοητευμένος από τη φωνή της Ρένας, της χάρισε ένα μενταγιόν. Ιδιαίτερα τη βοηθούσε το γεγονός ότι μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Επανεμφανίστηκε στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου του 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη και τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά.
Το διάστημα 1951-54 τραγουδούσε σε διάφορες επιθεωρήσεις (Βασίλισσα της νύχτας, Να τι θα πει Αθήνα, Και ο μήνας έχει εννιά, Πουλιά στον αέρα). Συνεργάστηκε με θιάσους, όπως των Βασίλη Αργυρόπουλου, Γιάννη Πρινέα – Σπ. Τριχά, Παρασκευά Οικονόμου, Ορέστη Μακρή – Σπύρου Πατρίκιου, Μίμη Κοκκίνη – Γεωργίας Βασιλειάδου – Κώστα Δούκα). Το καλοκαίρι του 1952 βρέθηκε στο περίφημο τότε Ακροπόλ του Βασίλη Μπουρνέλη. Το 1953 συγκρότησε θίασο μαζί με τους Αλέκο Λειβαδίτη, Μαρίκα Κρεββατά, Ρένα Ντορ, Γιώργο Γαβριηλίδη και περιόδευσε στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη.
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση “Σουσουράδα” (σε κείμενα Μίμη Τραϊφόρου – Γιώργου Γιαννακόπουλου, μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, χορογραφίες Γιάννη Φλερύ – Αλίκης Βέμπο) με το νούμερο “Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια”. Μαζί της ήταν ο Νίκος Σταυρίδης. Η ίδια δήλωσε αργότερα πως ντρεπόταν να βγει στη σκηνή με νούμερο και ότι δεν είχε σκεφθεί ποτέ να γίνει ηθοποιός[1]
Αν και το 1953 εμφανίστηκε στην τουρκική ταινία Ανατολίτικες νύχτες (Affet Beni Allahim) όπου τραγούδησε και πάλι το Θα σε πάρω να φύγουμε (η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα), η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες. Παραγωγός ο Αμερικανός Πίτερ Μέλας και σκηνοθέτης ο Γιάννης Πετροπουλάκης. Πρόκειται για την ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα. Δίπλα της πρωταγωνίστησαν οι Νίκος Ρίζος, Στέφανος Στρατηγός, Κούλης Στολίγκας, Άννυ Μπωλ. Στην ταινία αυτή τραγούδησε μεταξύ άλλων και το Μαζί σου για πάντα σε μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, το οποίο κυκλοφόρησε και σε δίσκο 78 στροφών. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.
Το 1959 στο πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας τραγούδησε το Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας των Κώστα Καπνίση – Θάνου Σοφού. Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγούδησαν το Πρώτο χελιδόνι. Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, Κατσαρό, Μωράκη, Πλέσσα, Μουζάκη και Μάνο Χατζιδάκι. Παράλληλα εμφανίστηκε σε επιθεωρήσεις και σε νυχτερινά κέντρα.
Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Μετροπόλιταν, κάνοντας την τηλεφωνήτρια, που απαντά σε κάθε κλήση δίνοντας πληροφορίες. Επέστρεψε στον κινηματογράφο το 1962 στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Όταν λείπει η γάτα, όπου έπαιξε μαζί με τους: Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο, Μαρίκα Κρεββατά, Σταύρο Παράβα και με τις πρωτοεμφανιζόμενες κινηματογραφικά αδελφές Μπρόγερ. Την ίδια χρονιά έπαιξε στην ταινία Μερικοί το προτιμούν κρύο του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ. Σ’ αυτήν η Ρένα ερμήνευσε δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, το: Σαν ξημερώνει Κυριακή ντουέτο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το Έχω στενάχωρη καρδιά. Και τα δύο τραγούδια είναι σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και σε στίχους του Γιάννη Δαλιανίδη. Σχολιάζοντας πολύ ετεροχρονισμένα την εμπειρία της για εκείνη την ταινία, η Ρένα Βλαχοπούλου είχε αναφερθεί σε ένα αστείο απρόοπτο που συνέβη στο συγκεκριμένο πλάνο καθώς ερμήνευε το δεύτερο τραγούδι στο νυχτερινό κέντρο, όταν σε μία από τις προσπάθειες για τη διεκπεραίωση της σκηνής έκανε μία απότομη κίνηση και της έπεσε το φόρεμα.
Το καλοκαίρι του 1962 έπαιξε στην Οδό ονείρων, που ανέβηκε στο θέατρο Μετροπόλιταν σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνογραφία Μίνωος Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Στην παράσταση εκείνη η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια από τις «αδελφές Τατά», μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού. Στο νούμερο Όνειρο της Οθόνης εμφανίστηκε με τουαλέτα και σατίριζε τις ταινίες – μελό. Στο νούμερο αυτό προβλήθηκε και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι, στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: “Αμάρτησα για το αρνί μου”. Στο πλευρό της εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιάς.
Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Ένα κορίτσι για δύο (500.000 εισιτήρια) και Κάτι να καίει (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις). Για τη δεύτερη ταινία ο Μίμης Πλέσσας της είχε γράψει τις επιτυχίες: Γλυκιά ζωή, Άνοιξε, άνοιξε, Ό δρόμος είναι δύσκολος, Όπου και αν πάω. Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες Η χαρτοπαίχτρα (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με τους Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά) και Κορίτσια για Φίλημα (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, στην οποία τραγούδησε σε μουσική Μίμη Πλέσσα τις επιτυχίες Κοντά σου, Ελλάδα μου, Γελά Γαλάζιος ο Ουρανός, H Αθήνα τη Νύχτα. Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Φωνάζει ο κλέφτης και Ραντεβού στον Αέρα, με τους Κώστα Βουτσά, Ελένη Προκοπίου, Μάρθα Καραγιάννη, κ.ά. Στην τελευταία, η Βλαχοπούλου πρωταγωνίστησε σε διπλό ρόλο, ενσαρκώνοντας τη «Τζένη Σταθάτου» καθώς και τον εαυτό της. Εκεί ερμήνευσε για δεύτερη φορά το Έχω Στενάχωρη Καρδιά και το Φεύγουν τα Χρόνια. Σε όλες αυτές τις ταινίες σκηνοθέτης ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης.
Η Ρένα Βλαχοπούλου στην ταινία Η Χαρτοπαίχτρα.
Το 1965 της έγινε πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου Μία τρελλή τρελλή οικογένεια και να ενσαρκώσει την «Πάστα Φλώρα» πλάι στους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη. Αρνήθηκε διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία. Ίσως να ήταν λάθος θα συμπληρώσει η Ρένα στη συγκεκριμένη συνέντευξη.[2]
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι έως τον θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά.[3][4]
Ένα χρόνο πριν, το 1966, έφυγε από τη Φίνος Φιλμ και πήγε στην εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Η συμφωνία προέβλεπε διπλάσια αμοιβή για τη Ρένα και ποσοστά στα κέρδη. Τη χρονιά εκείνη γύρισε τη Βουλευτίνα και το 1967 το Βίβα Ρένα, υποδυόμενη σε διπλό ρόλο την άπορη και άσημη λαϊκή τραγουδίστρια «Ρένα Παπαλιού» και τη διεθνούς φήμης Ιταλίδα τραγουδίστρια «Πεπίτα Ντι Κορφού». Το 1968 υποδύθηκε τη “Ζηλιάρα” στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με συμπρωταγωνιστή και κινηματογραφικό «θύμα σύζυγο» τον Νίκο Σταυρίδη που, για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, αποχώρησε και ολοκληρώθηκαν με τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Και στις τρεις ταινίες της σ’ αυτήν την εταιρία σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Καραγιάννης, ενώ τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Κατσαρός. Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία Παριζιάνα που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης.
Κατά την Στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) συμμετείχε στους χουντικούς εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς και τραγουδιστές. Υπήρξε η δεύτερη δοτή πρόεδρος του λεγόμενου «Εθνικού Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών» το οποίο ίδρυσε η χούντα αφού διέλυσε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Πρώτος δοτός πρόεδρος τους φιλοχουντικού ΕΣΕΗ ήταν ο ηθοποιός Παντελής Ζερβός.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ανέβηκε στην Αθήνα φιλο-δικτατορική επιθεώρηση με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Bλαχoπoύλoυ, που σατίριζε εκτός άλλων και την εξόριστη Μελίνα Μερκούρη.[9][10]
Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες Μια τρελή… τρελλή… σαραντάρα και Η θεία μου η χίπισσα, το 1971 οι Μια Ελληνίδα στο χαρέμι και Ζητείται επειγόντως γαμπρός (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) και το 1972 η Κόμησσα της Κέρκυρας και η Η Ρένα είναι οφσάιντ του Αλέκου Σακελλάριου (190.000 εισιτήρια). Της άρεσε να αυτοσχεδιάζει στις ταινίες, παραβιάζοντας το σενάριο. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.
Το 1976 δοκίμασε τις υποκριτικές της ικανότητες για πρώτη φορά στην μικρή οθόνη της ΕΡΤ ως πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική σειρά Μία Αθηναία στην Αθήνα (σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) που ολοκληρώθηκε σε εικοσιπέντε 45λεπτα επεισόδια. Ήταν μία επαγγελματική εμπειρία, η οποία δεν την ικανοποίησε.[11][12] Η γνώμη της για την – καινοτόμο για αυτήν – τηλεοπτική δουλειά μαρτυρούσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, κάτι που αποτέλεσε τον κύριο λόγο που ασχολήθηκε αρκετά μεταγενέστερα με τη μικρή οθόνη.
Το 1978 συμμετέχει στις ηχογραφήσεις για το έργο «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή στο Τρίτο Πρόγραμμα, όμως εκεί παρουσιάζονται δυσκολίες καθώς η Βλαχοπούλου ερχόταν πάντα αδιάβαστη και αυτοσχεδίαζε ξεφεύγοντας από το κείμενο. Συνολικά πάντως η ερμηνεία της θεωρήθηκε επιτυχημένη.[13]
Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις “Φανταρίνες” του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκεύασε σε μουσική κωμωδία με τίτλο Λυσιστράτη ’79 τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Σκηνοθέτης ήταν ο Δαλιανίδης και πρωταγωνίστρια η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά η παράσταση δεν γνώρισε επιτυχία.[14] Ακολούθησαν οι ταινίες Ρένα να η ευκαιρία (250.000 εισιτήρια) το 1980, Της πολιτσμάνας το κάγκελο (σκην. Κώστα Καραγιάννη, 200.000 εισιτήρια) το 1981, Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος (150.000 εισιτήρια) το 1982 και Η σιδηρά κυρία (σκην. Τάκη Βουγιουκλάκη) το 1983. Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική μαζί με άλλους καλλιτέχνες. [15][16] Το 1985 πρωταγωνίστησε για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο στην ταινία Ρένα τα ρέστα σου (σκην. Αλ. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες από το 1986 έως το 1990. Σε μία από τις συνεντεύξεις που έδωσε, δήλωσε πως έκανε λάθος με τις βιντεοταινίες και παρασύρθηκε από τη μόδα της εποχής.
Το 1988 η Βλαχοπούλου υπέστη γαστρορραγία. Άρχισε η σταδιακή κάμψη της καριέρας της, καθώς δεν θα ήταν πλέον τόσο εκρηκτική και ζόρικη όπως ήταν ως τότε γνωστή και θα τραγουδούσε πια σε πλέι μπακ. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι παρούσα στο θέατρο, εισπράττοντας την αγάπη και το χειροκρότημα του κοινού. Το 1989 ήταν η εποχή που γεννήθηκε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και η ηθοποιός ήταν σύμφωνη να επιστρέψει στη μικρή οθόνη ως μία από τις πρώτες ηθοποιούς που έπαιξαν σε τηλεοπτικές σειρές ιδιωτικού καναλιού. Υπέγραψε συμβόλαιο με τον ΑΝΤ1, όπου τη δεύτερη τηλεοπτική περίοδο λειτουργίας του σταθμού (1990-1991) έπαιξε στη σειρά Μάμα μία και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο Μάλιστα κύριε με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο. Συνάμα την χειμερινή αυτή περίοδο εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου της Αθήνας σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη από τους Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία, Γιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο.
Την περίοδο 1992-1993 έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο Για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Αποχαιρέτησε το θέατρο την περίοδο 1993-94 με την θεατρική μεταφορά της χαρτοπαίχτρας του Ψαθά, που ανέβηκε στο θέατρο Μπρόντγουεϊ της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Αλέξια στον δίσκο Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά, τραγουδώντας μαζί το Έχω απόψε ραντεβού. Το 1995 πραγματοποίησε άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο Mega Channel αυτή τη φορά, σε ένα επεισόδιο των “Δέκα μικρών Μήτσων” πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο. Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο Η Ρένα τραγουδάει τζαζ επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη.[19]
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις “Άγκυρα” με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις τέχνες.
Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1940 έως το 1994 και σε 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή, όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη κι αυτό γιατί θεωρούσε πως αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις απάντησε: “Μωρή άει στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!”
Απεβίωσε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να χειρουργηθεί, έχοντας υποστεί διάτρηση στομάχου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου την ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι Αγίου Λαζάρου του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Η κηδεία της τελέστηκε δημοσία δαπάνη το Σάββατο 31 Ιουλίου 2004 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας “Μάντζαρος” που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους.
Τον Σεπτέμβριο του 2016 το πολυτελές σπίτι της Ρένας Βλαχοπούλου στην περιοχή Δασιά της Κέρκυρας πουλήθηκε σε μια ελληνική κατασκευαστική εταιρεία προκειμένου να ανακαινιστεί και να νοικιάζεται.[21]
έχει ακόμα και σήμερα τον τίτλο της τελευταίας κόμισσας της Κέρκυρας…