Τζένη Καρέζη
Η ταραγμένη σχέση της με τον πατέρα της, ο «ατυχής» γάμος με τον Ζάχο Χατζηφωτίου, η σχέση της με την Αλίκη, ο έρωτας με τον άντρα της ζωής της, Κώστα Καζάκο και η γνωριμία τους, που ξεκίνησε από μία παρτίδα τάβλι. Θα κάνουμε μία αναδρομή στους σημαντικότερους σταθμούς της μυθικής ζωής και καριέρας της.
Tα παιδικά χρόνια και η ταραγμένη σχέση με τον πατέρα της
Η Ευγενία Καρπούζη, όπως ήταν το αληθινό της όνομα, γεννήθηκε στην
Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου, το 1932. Ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας της,
Κώστας Καρπούζης, ήταν ένας αυστηρός γυμνασιάρχης και η μητέρα της,
Θεανώ, δασκάλα. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, επειδή
εκεί είχε πάρει μετάθεση ο πατέρας της.
Στα χρόνια της Κατοχής, η μικρή Ευγενία, ήταν περίπου 10 έτων και η ναζίστικη θηριωδία, την σημάδεψε σε όλη την μετέπειτα ζωή της. Τον Σεπτέμβριο του 43′, δύο συμμαθητές της, εκτελέσθηκαν στην πλατεία Αριστοτέλους, από τους Ναζί.
Ο Κώστας Καρπούζης, ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Μεταξά, ένας βαθιά συντηρητικός άνθρωπος. Ωστόσο, ένα ασήμαντο συμβάν, στάθηκε η αφορμή για να χάσει την εύνοια του προσωπικού του φίλου. Έτυχε να βρίσει τον Μεταξά, γεγονός που μαθεύτηκε και ξεκίνησε η «τιμωρία» του, δηλαδή οι συνεχείς μεταθέσεις. Πρώτα μετατέθηκε στην Σύρο και έπειτα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, στην συμπρωτεύουσα, φρόντισε να γράψει την μοναχοκόρη του, σε καθολικό σχολείο, στην Ελληνογαλλική Σχολή. Σε ένα μάθημα, μία καλόγρια φώναξε την Ευγενία με το όνομα Τζένη. Στην μικρή Ευγενεία, άρεσε πολύ το όνομά Τζένη, το ίδιο και στη μητέρα της. Ο αυστηρός όμως, Κώστας Καρπούζης δεν ενθουσιάστηκε στην ιδέα να αλλάξει όνομα η κόρη του.
Στο σπίτι, όταν έλειπε ο πατέρας της, επικρατούσε το γέλιο και η χαρά. Όταν επέστρεφε όμως εκείνος, άλλαζε η ατμόσφαιρα. «Ημουν μικρούλα τότε για να της πω: «Μάνα, μη με φορτώνεις έτσι. Δεν το θέλω αυτό το φορτίο. Φύγε. Εχεις τη δουλειά σου, έχεις τα νιάτα σου, έχεις την ομορφιά σου. Φύγε. Σταμάτα να ζεις αυτή την απαίσια ζωή. Φύγε. Μη με αφήνεις να τα βλέπω όλα αυτά (…). Ο,τι κι αν συμβεί θα ‘ναι καλύτερο. Φύγε, μάνα. Μάνα μου». Δεν έφυγε. Εμεινε. Εμεινα κι εγώ», είχε γράψει η ίδια στο βιβλίο της με τίτλο, «Τετράδια ζωής».
Η οριστική ρήξη πατέρα -κόρης συνέβη όταν η Τζένη αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. «Ο πατέρας της δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθεί η κόρη του με το θέατρο. Το θεωρούσε κάτι πολύ φτηνό», είχε εξομολογηθεί ο γιος της αξέχαστης σταρ και ηθοποιός, Κωνσταντίνος Καζάκος. Η νεαρή Τζένη για να τον μεταπείσει, έκανε απεργία πείνας. Εννιά μέρες έμεινε νηστική, για να καταφέρει να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό θέατρο. Τότε η οικογένεια, ζούσε στο Χαλάνδρι. Αφού πέρασε στη σχολή του Εθνικού, για έναν χρόνο, κατάφερε να κρατήσει μυστικό το γεγονός, ότι σπούδαζε υποκριτική. Όταν ο πατέρας της το ανακάλυψε, της «απάντησε» με ένα δυνατό χαστούκι. «Ο χωρισμός κόρης-πατέρα, έγινε όταν η Τζένη ήταν στην πρώτη τάξη του Εθνικού. Όταν το έμαθε της έδωσε ένα χαστούκι. Δεν δεχότανε αυτή τέτοια πράγματα. Επαναστάτησε. Του έπιασε το χέρι και του είπε: “Αυτό δεν θα ξαναγίνει”. Και πηρε την μητέρα της και έφυγαν από το σπίτι!», είχε αποκαλύψει ο Κώστας Καζάκος. Από τότε ιδώθηκαν μετρημένες φορές. Εκείνος πήγαινε καμία φορά να τη βλέπει στο θέατρο, αλλά φρόντιζε να κάθεται στα πίσω καθίσματα.
Την επισκέφτηκε ξανά, το 1969, μετά τη γέννηση του γιου της, Κωνσταντίνου. «Χτύπησε η πόρτα μία ημέρα. Και πήγε να ανοίξει η Τζένη και τον είδε μπροστά της. Έπαθε σοκ. Άνοιξε την πόρτα και κρύφτηκε. Βγήκα και εγώ έξω να δω τι συνέβη. Εκείνος ούτε μία ματιά δεν μου έριξε. Ούτε με κοίταξε καθόλου. Της είπε: “Αυτός είναι;”. Και πήγε στο δωμάτιο του Κωνσταντίνου και του έβαλε κάποια ελβετικά φλουριά επάνω του. Κάθισε καμία ώρα και μιλούσε όλο για τον εαυτό του. Πώς θα καταφέρει να ζήσει πολλά χρόνια!», είχε εξομολογηθεί ο Κώστας Καζάκος, στη «Μηχανή του Χρόνου». Δύο χρόνια αργότερα, ο Κώστας Καρπούζης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
«Το τρομερό συμβάν με τον πατέρα της έλαβε χώρα λίγο αργότερα. Υπήρχε κατά βάθος τέτοια αγάπη μεταξύ τους, που είναι να τρομάζει ο άνθρωπος. Μας ειδοποίησαν ότι τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον είχαν στο «Λαϊκό», σε κώμα. Δεν συνήλθε ποτέ. Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, όμως ήταν θέμα ωρών, όπως της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, και όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει “Ευγενούλα”. Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος», είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Βήμα, ο Κώστας Καζάκος.
Το 1951, έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη – ο οποίος τη βάφτισε Καρέζη- την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας. Μετά την αποφοίτησή της, έπαιξε σπουδαίους ρόλους στο Εθνικό, ανάμεσα τους την Οφηλία (Άμλετ), Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), Μυρίννη (Λυσιστράτη).
Από το 1968 μέχρι το θάνατό της, έκανε μία μεγάλη θεατρική στροφή. Μαζί με τον Κώστα Καζάκο, πρωταγωνίστησε σε έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο.
Η παράσταση που σημάδεψε την καριέρα της, ήταν αναμφισβήτητα «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το 1973, εν μέσω της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ήταν ένα έργο που αναδείχτηκε σε σύμβολο κατά της χούντας. Η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν από το καθεστώς. Στην παράσταση συμμετείχαν επίσης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Νίκος Ξυλούρης. Το είδος αυτό είχε συνέχεια μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975).
Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990). «Το θέατρο για μένα, σημαίνει η ζωή μου ολόκληρη. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου, χωρίς το θέατρο, μακριά από το θέατρο. Αυτό όχι! Εκεί θα πέθαινα!», είχε πει η Τζένη Καρέζη, σε μία τηλεοπτική της συνέντευξη.
Η Τζένη κατακτά τη μεγάλη οθόνη
Το 1955 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», για να ακολουθήσουν περισσότερες από τριάντα ταινίες. Ανάμεσα τους, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η νύφη το ’σκασε» (1962),, «Δεσποινίς διευθυντής (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη – Τζένη» (1966), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968) και «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970).
Το 1963, πρωταγωνιστεί στα «Κόκκινα Φανάρια», μία ταινία σταθμό στην καριέρα της, που την οδήγησε το καλοκαίρι του ’64, στο κόκκινο χαλί των Καννών. Ο ξένος Τύπος μαγεύτηκε από την ομορφιά της Ελληνίδας ηθοποιού, που τη χαρακτήρισε «βεντέτα χωρίς βεντετισμούς». Μετά την προβολή της ταινίας ακολούθησε ένα ελληνικό γλέντι, με τον Γιώργο Ζαμπέτα και την ορχήστρα του. Η ταινία «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο κοσμικός γάμος με τον Ζάχο Χατζηφωτίου και το διαζύγιο
Λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους, ο Ζάχος και η Τζένη, βρέθηκαν να
διασκεδάζουν στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον σερ του ελληνικού τραγουδιού.
«Δεν μου λες, Γρηγόρη, αν παντρευτούμε θα έρθεις να τραγουδήσεις στον
γάμο μας;», είχε πει ο Χατζηφωτίου στον τραγουδιστή, κάνοντας έτσι, μία
αυθόρμητη πρόταση γάμου στην Καρέζη.
Στις 7 Μαΐου του 1962, η Τζένη Καρέζη και ο Ζάχος Χατζηφωτίου, παντρεύτηκαν σε εκκλησία της Φιλοθέης. Ο γάμος τους ήταν το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Εκείνη ήταν ήδη σταρ του σινεμά και εκείνος δημοσιογράφος και συγγραφέας, που μόλις είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα του βήματα στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. «Μου τον σύστησαν σε ένα ελληνικό σπίτι. »Χαίρω πολύ» είπαμε αμφότεροι. Ξανασυναντηθήκαμε λίγο μετά, την Πρωτοχρονιά, εδώ στην Αθήνα, που ο Ζάχος ήρθε για διακοπές. Ξαναχαρήκαμε πολύ. Και ένα μήνα αργότερα, κεραυνοβόλα, βιαστικά, αμερικάνικα αν θέλετε, το συναποφασίσαμε να χορέψουμε στη Φιλοθέη», είχε πει η Τζένη για την πρώτη γνωριμία τους, αμέσως μετά τον γάμο της, σε συνέντευξή της. Το ζευγάρι διασκέδαζε τα βράδια μαζί, ταξίδευε συχνά στο Παρίσι και στο Λονδίνο και απολάμβανε την κοσμική ζωή.
Πέντε χρόνια αργότερα, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους. Τα ωράρια του ζευγαριού ήταν τελείως διαφορετικά, γεγονός που άρχισε να τους κουράζει. Εκείνο όμως, που έβαλε το οριστικό τέλος στη σχέση τους, ήταν οι φήμες που ήθελαν τον Ζάχο Χατζηφωτίου να την απατά. «Υπήρχαν διάφοροι καλοθελητές Έλληνες που με έβλεπαν στο εξωτερικό και έρχονταν και της έλεγαν τα πλέον παράλογα πράγματα. Τον είδαμε με μια καλλονή εδώ, τον είδαμε με μια άλλη εκεί. Για αυτούς τους λόγους τελικά επήλθε ο χωρισμός». Θυμάμαι που είχε πει, “Εγώ είμαι η Τζένη Καρέζη δεν γίνεται να με απατάς”», είχε εκμυστηρευτεί ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Η Καρέζη θέλησε να μείνει μόνη της και ήταν αποφασισμένη να ξαναπαντρευτεί, μόνο τον άντρα που θα της ενέπνεε τη σιγουριά, ότι δεν θα χώριζε ξανά. Νοίκιασε ένα σπίτι, απέναντι από το Χίλτον. Την άνοιξη του ’68, η αξέχαστη σταρ, είχε φωτογραφηθεί στο εργένικο σπίτι της. Είχε ήδη γνωρίσει τον Κώστα Καζάκο
Ο έρωτας με τον Καζάκο
Με μία παρτίδα τάβλι ξεκίνησε ο έρωτας της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου, στα γυρίσματα της ταινίας «Κοντσέρτο για Πολυβόλα», στην Ισθμό της Κορίνθου. Περιμένοντας να ξεκινήσει το γύρισμα της ταινίας, κάθισαν κάτω από μία ελιά για να παίξουν τάβλι, ώστε να περάσει η ώρα.
«Αργούσε το γύρισμα, κάτσαμε δύο τρεις ώρες να περιμένουμε. Καθόμασταν κάτω από μία ελιά και παίζαμε τάβλι. Ήταν ταβλαδόρισα η Τζένη. Μανιακή ταβλαδόρισα. Μεγάλη παρτίδα τάβλι! Τράβηξε 27 χρόνια!», είχε πει ο Κώστας Καζάκος στην κάμερα της εκπομπής «Η Μηχανή του χρόνου».
Η ταινία δεν ήταν η πρώτη συνάντηση της Τζένης με τον Καζάκο. Είχαν προηγηθεί δύο συνεργασίες των ηθοποιών. Η πρώτη ήταν σε ένα ραδιοφωνικό θέατρο και η άλλη σε μία ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού. Δύο συναντήσεις που όπως είχε δηλώσει ο Κώστας Καζάκος, χαρακτηριστικά, «ήταν σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ!». «Στην ταινία του Θαλασσινού, την έπιανα το πρωί στο καμαρίνι της, να μάθει τα λόγια της. Αλλού κοιτούσε αυτή, αλλού εγώ! Σαν να μην είχαμε ειδωθεί!», είχε πει ο Κώστας Καζάκος.
Ήταν Οκτώβριος του 67΄. Έναν χρόνο αργότερα, η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους. Από τη λιτή τελετή, απουσιάζαν οι φωτογράφοι, ενώ καλεσμένοι ήταν στενοί φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού. Η Τζένη Καρέζη είχε επιλέξει ένα μίνι νυφικό ενώ τα μαλλιά της στόλιζαν λευκά λουλούδια. Μετά το γάμο, ακολούθησε γεύμα στη βεράντα του σπιτιού του ζευγαριού. «Θα ήθελα να είχα γνωρίσει πιο πριν τον Κώστα. Να είχα κερδίσει τα χαμένα χρόνια. Τίποτα άλλο. Βλέπεις εγώ σε όλη μου τη ζωή περίμενα τον Καζάκο. Δεν τον είχα βρει και περιπλανιόμουν», είχε πει χρόνια αργότερα η Τζένη, για τον άντρα της ζωής της.
«Η δήλωση μετανοίας για να παντρευτώ την Τζένη»
Ο
Κώστας Καζάκος, νέος ανερχόμενος ηθοποιός του θεάτρου Τέχνης Κάρολος
Κουν και βαθιά πολιτικοποιημένος στον χώρο της Αριστεράς, θέλησε να
παντρευτεί την συντηρητική Τζένη Καρέζη. «Με φωνάζανε στο τμήμα και μου
έλεγε ο διοικητής: “Ξέρεις τι πας να κάνεις; Να παντρευτείς την Καρέζη;
Το κορίτσι μας; Και με πίεζε να υπογράψω δήλωση μετανοίας! Το 68′! Λες
και είμαστε στο 50’», είχε εξομολογηθεί.
Περίπου ένα χρόνο μετά τον γάμο, τον Απρίλιο του 1969, η ευτυχία του ζευγαριού ολοκληρώθηκε με τον ερχομό του γιού τους, Κωνσταντίνου. «Τα πιο συγκινητικά Χριστούγεννα, ήταν εκείνα του 69΄. Είχα γεννήσει τον γιο μου και ήταν κάπου 8-9 μηνών. Αυτή η αίσθηση, ότι ένα μωράκι, ήταν δίπλα στο δέντρο το χριστούγεννιατικο, ήταν καταπληκτική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα πρώτα Χριστούγεννα με το παιδί μου», φαίνεται να λέει η Τζένη Καρέζη σε μία από τις σπάνιες τηλεοπτικές της εμφανίσεις.
Η σχέση της με την Αλίκη
Πολλά έχουν γραφτεί για τη σχέση της Τζένης Καρέζη και της Αλίκης Βουγιουκλάκη, των δύο μεγαλύτερων σταρ που έχουν περάσει από τον ελληνικό κινηματογράφο και θέατρο. Η φιλία τους ξεκίνησε από τα χρόνια του Εθνικού. Η Τζένη τότε ήταν ξανθιά και η Αλίκη μελαχρινή. Ήταν τόσο φίλες που όταν έβγαιναν μαζί, ντυνόνταν με τα ίδια ρούχα!
Παρά τον επαγγελματικό ανταγωνισμό που τις χώριζε, οι δύο γυναίκες ήταν πάντα ενωμένες στα δύσκολα. Ο Κωνσταντίνος Καζάκος, ο γιος της αείμνηστης ηθοποιού, αποκάλυψε ότι όταν η Αλίκη αντιμετώπιζε κάποιο επαγγελματικό ή προσωπικό πρόβλημα, αναζητούσε πάντοτε την συμβουλή της Καρέζη. Ο αξέχαστος θεατρικός επιχειματίας, Γιώργος Λεμπέσης, είχε δηλώσει στην εκπομπή «Η Μηχανή του Χρόνου»: «Η μία υποστήριζε και αγαπούσε την άλλη! Όταν εμένα με κάλεσε η Βουγιουκλάκη να αναλάβω διευθυντής στις δουλειές να υπερασπίσω τη δουλειά της, γιατί ενώ γέμιζε το θέατρο, χρήματα δεν της μένανε, είπα «όχι». Γιατί και εγώ κάπου μέσα μου, αμφιταλαντευόμουν. Έλεγα ότι μεταξύ τους, δεν είναι τόσο πια αγαπημένες φίλες. Όταν εγώ είπα όχι στη Βουγιουκλάκη, η Καρέζη θύμωσε. Μου είπε: »Βλέπεις ότι πνίγεται, σε φωνάζει να τη σώσεις και λες όχι; Να πας αμέσως!»».
«Για το αν έχω ανταγωνισμό με την Αλίκη Βουγιουκλάκη; Μην τα ακούς αυτά. Ποτέ δεν υπήρξε. Κάποτε εξυπηρετούσε, ειδικά στον κινηματογράφο, τις εταιρείες στο να μας μοιράζονται. Από κει και πέρα είμαστε εντελώς διαφορετικοί σαν χαρακτήρες. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να έχουμε μια ωραία σχέση ανάμεσα μας», είχε δηλώσει η Τζένη Καρέζη στον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, στην τελευταία συνέντευξη της, το 1990.
Το 1968, σε μία επιθεώρηση, ο Σταύρος Παράβας, σατίριζε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Τα κείμενα ήταν του Αλέκου Σακελλάριου και του Γιώργου Τζαβέλλα. Σατίριζαν το γεγονός ότι ο αξέχαστος πρωταγωνιστής του ελληνικού κινηματογράφου, είχε βάλει κάποια κιλά. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, απάντησε με μία μήνυση στους θεατρικούς συγγραφείς. Σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, η Τζένη Καρέζη είχε πει: «Θεωρώ απαράδεκτο, συγγραφείς που έχουν συνεργαστεί με ηθοποιούς, και έχουν βγάλει χρήματα από αυτούς, να βγαίνουν και να τους υβρίζουν!». Εξαιτίας αυτής της δήλωσης, η Καρέζη κάθισε στο εδώλιο του κατηγορούμενου για εξύβριση συγγραφέων. Μάρτυρας υπεράσπισης της, δεν ήταν άλλη από την Αλίκη.
«Θεωρούσα πάντα την Τζένη καλύτερη από εμένα. Ηξερε να παίζει υπέροχα την κωμωδία… Καλύτερα από εμένα», είχε πει η Αλίκη για την «αδερφή» της, Τζένη, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της.
Η μάχη με τον καρκίνο
Η Καρέζη διαγνώστηκε με καρκίνο τη θεατρική χρονιά 1988-89 όταν πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, μαζί με τον σύζυγό της, Κώστα Καζάκο. Οι παραστάσεις του ζευγαριού διακόπηκαν και η ηθοποιός ταξίδεψε στο εξωτερικό για εξετάσεις. Έπειτα από πολύχρονη μάχη με την αρρώστια, στις 27 Ιουλίου του 1992, η Τζένη έφυγε από τη ζωή. Αν και δεν ήταν ποτέ συμφιλιωμένη με την ιδέα του θανάτου, η Ελληνίδα ηθοποιός έδωσε μία γενναία μάχη με την αρρώστια. «Η Τζένη ήταν ένας άνθρωπος επιθετικός στη ζωή. Ήταν γατζωμένη με νύχια και με δόντια στη ζωή και στη δημιουργία. Με τον θάνατο δεν είχε συμφιλιωθεί ποτέ. Ο θάνατος ήταν έξω από το οπτικό της πεδίο. Η Τζένη δρούσε σαν να μην επρόκειτο να πεθάνει ποτέ! Ωστόσο, το τελευταίο 3μηνο, 4μηνο, όταν τέλειωσαν οι θεραπείες στο Λονδίνο και δεν έμενε να κάνουμε τίποτα άλλο. Παρέμειναν κάποιες ελπίδες αλλά ήταν αόριστες. Μέσα της ήξερε πολύ καλά, ότι οδηγείται στο αναπόφευκτο. Εκείνο το τρίμηνο, η Τζένη έκανε μία πορεία, που ένας άνθρωπος μπορεί να την κάνει σε 100 χρόνια. Κάλυψε όλο αυτό το ασυμφιλιώτο κενό, με τον θάνατο! Άρχισε να βγάζει, να ακτινοβολεί μία ευγνωμοσύνη για όλα τα πράγματα», είχε πει ο Κώστας Καζάκος, μετά το θάνατό της στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω».
Τον Μάιο του 1992, δύο μήνες πριν από το θάνατό της, η Τζένη Καρέζη, είχε αναφέρει σε επιστολή της στον Τύπο: «Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω».